- ἀ-λογ-ώδης
ἀ-λογ-ώδης, ες, von unvernünftiger Art, Arist. spir. 2, 6, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-λογ-ώδης, ες, von unvernünftiger Art, Arist. spir. 2, 6, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek