- ἀ-θλιβής
ἀ-θλιβής, ές, Nonn. χαλινός, nicht drückend, D. 37, 219; nicht gedrückt, μαζοί 9, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θλιβής, ές, Nonn. χαλινός, nicht drückend, D. 37, 219; nicht gedrückt, μαζοί 9, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλιβῇς — θλιβή a rubbing fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβῃς — θλί̱βῃς , θλίβω squeeze pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβῆις — θλιβῇς , θλιβή a rubbing fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθλιβής — νεοθλιβής, ές (Α) (για σταφύλια) αυτός που έχει υποστεί σύνθλιψη στον ληνό πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θλιβής (< θλίβω), πρβλ. πολυ θλιβής] … Dictionary of Greek
πολυθλιβής — ές και πολύθλιβος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πιέζεται πολύ 2. μτφ. πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θλιβής/ θλιβος (< θλίβω «πιέζω»), πρβλ. α θλιβής/ά θλιβος] … Dictionary of Greek
περιθλιβής — ές, Α βαθύτατα θλιμμένος, πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θλιβής (< θλίβω)] … Dictionary of Greek