ἀθλιότης

ἀθλιότης

ἀθλιότης, , Mühsal, Unglück, im Ggstz von εὐδαιμονία Plat. Theaet. 175 c u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀθλιότης — suffering fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλιότητα — ἀθλιότης suffering fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλιότητι — ἀθλιότης suffering fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλιότητος — ἀθλιότης suffering fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оканьство — ОКАНЬСТВ|О (16), А с. 1.Страдание, мучение; несчастье: нынѣ б҃атии плачѣтесѧ ѡ ѡканьствѣ вашемь. находѧщимъ на вы. (ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις) ПНЧ 1296, 70; ѡ оканьство наше, ѡ зла˫а жизнь наша (ὦ τῆς ταλαιπωρίας) Пч н. XV (1), 128. 2. Греховность:… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αθλιότητα — η (Α ἀθλιότης, ότητος) [ἄθλιος] 1. δυστυχία, ταλαιπωρία 2. ελεεινή κατάσταση 3. ελεεινή πράξη …   Dictionary of Greek

  • Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”