ὀλοιός

ὀλοιός

ὀλοιός, poet. = ὀλοός, verderblich; ὀλοιῇσι φρεσί, Il. 1, 342 (Wolf ὀλοῇσι); γῆρας, H. h. Ven. 225.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολοιός — ὀλοιός, ή, όν (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ολοός …   Dictionary of Greek

  • ὀλοιόν — ὀλοιός masc/fem acc sg ὀλοιός neut nom/voc/acc sg ὀλοός destructive masc acc sg (epic) ὀλοός destructive neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”