- ἀλοιφαῖος
ἀλοιφαῖος, zum Salben, λίπος Lycophr. 579.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλοιφαῖος, zum Salben, λίπος Lycophr. 579.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλοιφαίος — ἀλοιφαῖος, α, ον (Α) [αλοιφή] ο κατάλληλος για άλειμμα, για αλοιφή … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek