- ἀλ-λιτάνευτος
ἀλ-λιτάνευτος, unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 659 (VII, 483).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλ-λιτάνευτος, unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 659 (VII, 483).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιτανευτός — λιτανευτός, ή, όν (Α) [λιτανεύω] αυτός τον οποίο ικετεύει κάποιος … Dictionary of Greek
λιτανευτή — λιτανευτός begged fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτήν — λιτανευτός begged fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλιτάνευτος — ον, Α πολύλλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λιτανευτός (< λιτανευω), πρβλ. ευ λιτάνευτος] … Dictionary of Greek