ἀλητεία

ἀλητεία

ἀλητεία, , das Herumirren, Eur. Ion 578 Hel. 934; Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλητεία — ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc/acc dual ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… …   Dictionary of Greek

  • αλητεία — η το να είναι κανείς αλήτης: Την αλητεία την τιμωρεί ο νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλητείας — ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem acc pl ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλητείαν — ἀλητείᾱν , ἀλητεία wandering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλητείαις — ἀλητεία wandering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλητείης — ἀλητεία wandering fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλατεία — ἀλατεία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἀλητεία* …   Dictionary of Greek

  • αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] …   Dictionary of Greek

  • ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • σουρτούκεμα — το, Ν [σουρτουκεύω] η άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αλητεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”