ἀλητικός

ἀλητικός

ἀλητικός, herumschweifend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλητικός — αλητικός, ή, ό και αλήτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλήτη ή την αλητεία: Ζούσε ζωή αλήτικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλητικός — appropriate to a wanderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήτικος — η, ο (Α ἀλητικός, ή, ὸν) [ἀλήτης] ο σχετικός με τον αλήτη, αυτός που ταιριάζει σε αλήτη …   Dictionary of Greek

  • ἀλητικόν — ἀλητικός appropriate to a wanderer masc acc sg ἀλητικός appropriate to a wanderer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

  • αγυρτικός — ή, ό (Α ἀγυρτικός, ή, όν) [ἀγύρτης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν απάτη, απατεωνιά …   Dictionary of Greek

  • μπαγαπόντικος — και μπαγαμπόντικος και βαγαπόντικος, η, ο [μπαγαπόντης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαγαπόντη, αλήτικος. επίρρ... μπαγαπόντικα και μπαγαμπόντικα και βαγαπόντικα με μπαγαπόντικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • μόρτικος — η, ο [μόρτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μόρτη, αλήτικος, μάγκικος, αλανιάρικος («μόρτικα φερσίματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”