ὀλβο-δότης

ὀλβο-δότης

ὀλβο-δότης, , Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομφοδότης — ὀμφοδότης, ὁ (Μ) φρ. «ὀμφοδότης ὁ θεός» ο θεός που παρέχει χρησμό, μαντεία (Θεόδ. Λάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού, χρησμός» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης, χρησμο δότης] …   Dictionary of Greek

  • χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] …   Dictionary of Greek

  • πλουτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά αρχ. 1. προσωνυμία τού Διονύσου 2. προσωνυμία τού Διός 3. προσωνυμία τού ΗλίουΣαράπιδος 4. προσωνυμία τού Πλούτωνος 5. (και στον τ. πλουτοδώτης)… …   Dictionary of Greek

  • υγειοδότης — ὁ, Μ αυτός που δίνει υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγεία + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”