- ὀλβο-δότειρα
ὀλβο-δότειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, εἰρήνη, Eur. Bacch. 419.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλβο-δότειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, εἰρήνη, Eur. Bacch. 419.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρμοδότειρα — ἡ, Α αυτή που παρέχει χαρά, που δίνει ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + δότειρα, σπάνιος τ. θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ὀλβο δότειρα, ὑπνο δότειρα] … Dictionary of Greek
παντοδότειρα — η, ΝΑ (για γη) αυτή που παρέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (πρβλ. ολβο δότειρα)] … Dictionary of Greek