- ἀλι-μῡρής
ἀλι-μῡρής, ές, dasselbe, Orph. Arg. 346 u. öfter; βένϑη 67, δῖναι 740; ἀφρός Democr. (Plan. 180). – Phanocl. αἰγιαλοί, Meergestade; Ap. Rh. 1, 913 Opp. Hal. 2, 258 πέτρη, meerumflossen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλι-μῡρής, ές, dasselbe, Orph. Arg. 346 u. öfter; βένϑη 67, δῖναι 740; ἀφρός Democr. (Plan. 180). – Phanocl. αἰγιαλοί, Meergestade; Ap. Rh. 1, 913 Opp. Hal. 2, 258 πέτρη, meerumflossen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… … Dictionary of Greek