ἀλκαῖος

ἀλκαῖος

ἀλκαῖος, kräftig, δόρυ Eur. Hel. 1152.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀλκαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκαῖος — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… …   Dictionary of Greek

  • Αλκαίος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλκαίος, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1785 – Άργος 1833).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Θ. Μεϊμάρογλου (χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μυτιληναίος και Λέσβιος). Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, όταν Έλληνες πατριώτες του Βουκουρεστίου ίδρυσαν εκεί ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • κἀλκαῖος — Ἀλκαῖος , Ἀλκαῖος masc nom sg ἀλκαῖος , ἀλκαῖος strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκαίω — Ἀλκαῖος masc nom/voc/acc dual Ἀλκαῖος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκαῖον — Ἀλκαῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκαίοιο — Ἀλκαῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκαίου — Ἀλκαῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκαίῳ — Ἀλκαῖος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”