ἀ-λείφω

ἀ-λείφω

ἀ-λείφω (λίπος), salben; Hom. sechsmal, Iliad. 14, 171. 175 ἀλείψατο δὲ λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεϑυωμένον ἦεν· .... τῷ ῥ' ἥ γε χρόα καλὸν ἀλειψαμένη, 10, 577 τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ; in derselben Bedeutung, sich salben, das act. Od 6, 227 πάντα λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν, ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσατο; einen Anderen, Od. 19, 505 νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ' ἐλαίῳ, Iliad. 18, 350 λοῦσάν τε καὶ ἤλειψαν λίπ' ἐλαίῳ; – Thuc. 1, 6 λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσϑαι ἠλείψαντο, vgl. 4, 68; Plat. übh. bestreichen, χρώματι τρίχας ψιμυϑίῳ Lys. 217 c. d; ἀλείφει αἵματι λίϑους Her. 3, 8; μίλτῳ Xen. Oec. 10, 5; Sp. bes. zum Ringkampf salben, Inscr. 108; dah. allgemein: vorbereiten, anreizen, ἤλειφεν ἑαυτὸν ἐπὶ μείζονας ἀγῶνας Plut. Them. 3, vgl. Demod. 17. – Perf. pass. ἀλήλιμμαι Luc. Alex. 30, ἀλήλειπται Pisc. 24, 36; LXX. auch ἤλειμμαι; neben ἠλείφϑην ἐξηλίφην; vgl. die composita u. Lob. Phryn. 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • UNGUENTUM — pro vario usu multiplex est. Auctor est Athenaeus, priscos Graecos adeo eorum fuisse studioso, ut expioratum habuerint, ecquod Unguentum cuique membro esset accommodatum, Dipnosophist. l. 15. Ο῞τι δὶα σπουδῆς ἦν τοῖς παλαιοτέροις ἡ τῶν μύρων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”