- ἀλκί-φρων
ἀλκί-φρων, ον, muthigen Sinnes, Aesch. λαός Pers. 92 ch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλκί-φρων, ον, muthigen Sinnes, Aesch. λαός Pers. 92 ch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
αλκίφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρόξενος των Σπαρτιατών στο Άργος το 418 π.Χ. Έπεισε τον Άγη, βασιλιά της Σπάρτης, να δεχτεί τετράμηνη ανακωχή με τους Αργείους. Την ανακωχή όμως την παραβίασαν σύντομα οι Αργείοι. 2. Αθηναίος ρήτορας (3ος ή 2ος αι. π … Dictionary of Greek