- ἀ-θεάμων
ἀ-θεάμων, ον, der nicht gesehen hat, Sp. auch adveb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θεάμων, ον, der nicht gesehen hat, Sp. auch adveb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεάμων — θεάμων, ό, ή (AM, Α ιων. τ. θεήμων) [θεώμαι] θεατής … Dictionary of Greek
θεήμονας — θεάμων spectator masc/fem acc pl θεήμων spectator masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοθεάμων — κοσμοθεάμων, oνος, ὁ (Μ) αυτός που τού αρέσει να βλέπει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θεάμων «θεατής» (πρβλ. φιλο θεάμων)] … Dictionary of Greek
πολυθεάμων — ον, Α αυτός που έχει δει πολλά («ό δὲ ἀρτιτελὴς ὁ τῶν τότε πολυθεάμων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι), πρβλ. φιλο θεάμων] … Dictionary of Greek
αθεάμων — ἀθεάμων, ον (Α) [θεάμων] αυτός που δεν βλέπει κάτι … Dictionary of Greek
αστροθεάμων — ἀστροθεάμων, ο, η (AM) αυτός που ασχολείται με την παρατήρηση των άστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + θεάμων «παρατηρητής»] … Dictionary of Greek
θεήμων — θεήμων, ὁ, ἡ (Α) ιων. τ. τού θεάμων* … Dictionary of Greek
φιλοθεάμων — έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. έαμον, Ν (λόγιος τ.) αυτός τού οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς… … Dictionary of Greek
θεάμονα — θεά̱μονα , θεάμων spectator masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάμονας — θεά̱μονας , θεάμων spectator masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)