- ἀ-θελής
ἀ-θελής, ές, u. ἀθέλητος, Sp., dasselbe; adv., Ath. V, 219 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θελής, ές, u. ἀθέλητος, Sp., dasselbe; adv., Ath. V, 219 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέλῃς — ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέληις — θέλῃς , ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροθελής — ἑτεροθελής, ές (Μ) αυτός που έχει διαφορετική θέληση («ἑτεροθελεῑς καὶ ἑτεροενεργεῑς τὰς τρεῑς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰπεῑν...», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θελής (< εθέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek
κακοθελής — κακοθελής, ές (AM) αυτός που θέλει το κακό κάποιου, δυσμενής, κακώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου. επίρρ... κακοθελώς και κακοθελῶς (Μ) με κακή πρόθεση, από κακή θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. αγαθο θελής, καλο θελής] … Dictionary of Greek
καλοθελής — καλοθελής, ές (Α) ευμενής, καλόγνωμος, καλής διαθέσεως. επίρρ... καλοθελῶς (AM) με καλή διάθεση, με ευμένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek
πολυθελής — ές, Μ 1. αυτός που θέλει πολλά 2. αυτός που έχει μεγάλη θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θελής (< ἐθέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek
ομοθελής — ὁμοθελής, ές (Μ) αυτός που έχει την ίδια θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. καλο θελής] … Dictionary of Greek
ταυτοθελής — ές, Μ 1. αυτός που έχει την ίδια θέληση ή την ίδια γνώμη με άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταὐτοθελές η ταυτοβουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. ἀγαθο θελής] … Dictionary of Greek
Апокрифы — (греч.) сочинения, которые изъяты из церковного употребления, потому что церковь по разным причинам не ставит их на одну ступень с принятыми ею книгами. В самом выражении не заключается понятия подложности, точно так же, как не заключается в нем… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
възхотѣти — ВЪЗХО|ТѢТИ (592), ЧОУ ( ЩОУ), ЧЕТЬ ( ЩЕТЬ) гл. 1. Захотеть, пожелать, возыметь желание совершить, осуществить что л.; ощутить потребность в чем л.: Иже всхочеть самовольствъмъ и льготою бес трѹда сп҃сти д҃шѫ свою Изб 1076, 275; и ѥгда въсхотѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δυσκολεύω — και δυσκολεύγω Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω 2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω 3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.) 4. γίνομαι δύσκολος 5.… … Dictionary of Greek