ὀλεθρο-ποιός

ὀλεθρο-ποιός

ὀλεθρο-ποιός, Verderben bereitend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολεθροποιός — ὀλεθροποιός, όν (Α) αυτός που επιφέρει όλεθρο, ο ολέθριος («τὴν ὀλεθροποιὸν ἁμαρτίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”