ἀλγηρός

ἀλγηρός

ἀλγηρός, schmerzhaft, Hippocr., LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλγηρός — ἀλγηρός, ά, ὸν (Α) 1. αυτός που επιφέρει σωματικό πόνο, οδυνηρός, επώδυνος 2. λυπηρός, θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθετο μπορεί να προέρχεται είτε από το ουσ. ἄλγος είτε από το ρ. ἀλγῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀλγηρός — painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγηρά — ἀλγηρός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγηρά̱ , ἀλγηρός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγηρά̱ , ἀλγηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγηρόν — ἀλγηρός painful masc acc sg ἀλγηρός painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγηρᾶς — ἀλγηρός painful fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ՑԱՒԱԳԻՆ — ( ) NBH 2 0911 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 12c ա. ἁλγηρός, ὁδυνηρός, κατόδυνος , λυπηρός dolorosus, dolore affectus, dolorificus, dolorem adferens. Ցաւօք լի (անձն, կամ իրն). որոյ կամ ուր ցաւն է բազում եւ սաստիկ. ցաւագնեալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀλγηράν — ἀλγηρά̱ν , ἀλγηρός painful fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”