- ἀλεξί-πονος
ἀλεξί-πονος, Mühsal abwendend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλεξί-πονος, Mühsal abwendend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλεξίπονος — ἀλεξίπονος, ον (Α) αυτός που απομακρύνει, που διώχνει τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + πόνος] … Dictionary of Greek