- ἀ-θεμέλιος
ἀ-θεμέλιος, = ἀ-θεμελίωςος, ohne Grundlage, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θεμέλιος, = ἀ-θεμελίωςος, ohne Grundlage, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμέλιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από … Dictionary of Greek
θεμέλιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στα θεμέλια, βασικός: Θεμέλιος λίθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεμέλιον — θεμέλιος of masc/fem acc sg θεμέλιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίοις — θεμέλιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίου — θεμέλιος of masc/fem/neut gen sg θεμελιόω to lay the foundation of pres imperat act 2nd sg θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίους — θεμέλιος of masc/fem acc pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίων — θεμέλιος of masc/fem/neut gen pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίῳ — θεμέλιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμέλια — θεμέλιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμέλιε — θεμέλιος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)