- ὀλιγ-ήμερος
ὀλιγ-ήμερος, in wenig Tagen, Hippocr., Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγ-ήμερος, in wenig Tagen, Hippocr., Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοήμερος — και λιγοήμερος, η, ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ημέρες νεοελλ. αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακρο ήμερος] … Dictionary of Greek