ἀ-θιγής

ἀ-θιγής

ἀ-θιγής, ές, unberührt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θίγῃς — θιγγάνω touch aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θίγηις — θίγῃς , θιγγάνω touch aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • κακοθιγία — κακοθιγία, ἡ (Α) αδεξιότητα, αστοχία («κακοθιγία γνώμης», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θιγία (< θιγής < θ. θιγ , πρβλ. ἔ θιγ ον τού θιγγάνω*)] …   Dictionary of Greek

  • πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπερθιγής — ές, Α (κατά το λέξ. Σούδα) υπερήφανος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θιγής (< θίγω, θιγγάνω «αγγίζω, ακουμπώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”