- ὀλιγο-δεής
ὀλιγο-δεής, ές, wenig bedürfend, genügsam, Ath. VI, 275 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-δεής, ές, wenig bedürfend, genügsam, Ath. VI, 275 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδεής — ές, Α αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῡ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο δεής] … Dictionary of Greek