- ὀλιγο-μετρία
ὀλιγο-μετρία, ἡ, das Bestehen aus wenig Versmaßen oder Versfüßen, Stob. ecl. phys. p. 1008.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-μετρία, ἡ, das Bestehen aus wenig Versmaßen oder Versfüßen, Stob. ecl. phys. p. 1008.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμετρία — η, Μ η ύπαρξη πολλών μέτρων σε έναν στίχο, η χρησιμοποίηση διαφορετικών μετρικών ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μετρία* (< μέτρον), πρβλ. ολιγο μετρία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
μετριόσιτος — μετριόσιτος, ον (Α) αυτός που τρώγει μέτρια, εγκρατής στο φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό σιτος] … Dictionary of Greek