- ὀλιγο-γνώμων
ὀλιγο-γνώμων, ον, = ὀλίγωρος, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-γνώμων, ον, = ὀλίγωρος, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… … Dictionary of Greek
κακογνώμων — κακογνώμων, όγνωμον (AM) μσν. δύστροπος αρχ. ασύνετος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων] … Dictionary of Greek
πολυγνώμων — ον, Α 1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετός («πολυγνώμων μᾱλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικός («δογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώμων (< θ. γνω τού… … Dictionary of Greek