- ὀλιγο-κίνητος
ὀλιγο-κίνητος, wenig bewegt, Stob. ecl. eth. II, 202.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-κίνητος, wenig bewegt, Stob. ecl. eth. II, 202.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοκίνητος — ἰσοκίνητος, ον (Μ) αυτός που έχει την ίδια κίνηση, αυτός που κινείται εξίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κίνητος (< κινῶ), πρβλ. λοξο κίνητος, ολιγο κίνητος] … Dictionary of Greek
ομοιοκίνητος — ὁμοιοκίνητος, ον (Α) αυτός που κινείται με όμοιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κίνητος (< κινῶ), πρβλ. ολιγο κίνητος] … Dictionary of Greek