- ὀλιγο-γόνατος
ὀλιγο-γόνατος, mit wenig Knoten, Absätzen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-γόνατος, mit wenig Knoten, Absätzen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυγόνατος — ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν) βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες αρχ. 1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek