- ὀλιγο-ετής
ὀλιγο-ετής, ές, von wenig Jahren, χρόνος, Poll. 1, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-ετής, ές, von wenig Jahren, χρόνος, Poll. 1, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοέτης — ὁμοέτης, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει την ίδια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έτης (< ἔτος), πρβλ. ολιγο έτης] … Dictionary of Greek