- περι-κυλίνδω
περι-κυλίνδω, auch περι-κυλινδέω, umwälzen; περικυλίσας, Ar. Pax 7; περικυλινδεῖσϑαι, Plat. Legg. X, 893 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κυλίνδω, auch περι-κυλινδέω, umwälzen; περικυλίσας, Ar. Pax 7; περικυλινδεῖσϑαι, Plat. Legg. X, 893 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
περικυλινδομένου — περί κυλίνδω roll pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλίσατε — περικυλί̱σατε , περί κυλίνδω roll aor imperat act 2nd pl περικυλί̱σατε , περί κυλίνδω roll aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλινδώ — έω, Α κυλίω κάτι ολόγυρα, περιστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυλινδῶ «κυλώ»] … Dictionary of Greek
περιεκυλίσατο — περϊεκυλί̱σατο , περί κυλίνδω roll aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκυλίσθη — περϊεκυλί̱σθη , περί κυλίνδω roll aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκύλισεν — περϊεκύλῑσεν , περί κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκυλισμένος — περικεκυλῑσμένος , περί κυλίνδω roll perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλισθῆναι — περικυλῑσθῆναι , περί κυλίνδω roll aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλισθέντες — περικυλῑσθέντες , περί κυλίνδω roll aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλισθήσεται — περικυλῑσθήσεται , περί κυλίνδω roll fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)