- περι-κυκλέω
περι-κυκλέω, 1) herumdrehen, umgeben, Sp. – 2) im med. = περικυκλόομοι, umzingeln, ὅτι σφέας περικυκλέοντο τῇσι νηυσὶ οἱ βάρβαροι, Her. 8, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κυκλέω, 1) herumdrehen, umgeben, Sp. – 2) im med. = περικυκλόομοι, umzingeln, ὅτι σφέας περικυκλέοντο τῇσι νηυσὶ οἱ βάρβαροι, Her. 8, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.