- ὀλιγο-φάγος
ὀλιγο-φάγος, = ὀλιγόσιτος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-φάγος, = ὀλιγόσιτος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαμβοφάγος — ιαμβοφάγος, ὁ (Α) ο ιαμβειοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο φάγος, ολιγο φάγος] … Dictionary of Greek
πολυφάγος — ο / πολυφάγος, ον, ΝΑ, και πολύφαγος, η, ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, ον, Α αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος (μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κακοφαγία — η 1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή 2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + … Dictionary of Greek
καλοφαγία — η (Μ καλοφαγία) το να τρώει κάποιος καλά, άφθονα και εκλεκτά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φαγία (< φαγος < θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. ολιγο φαγία, πολυ φαγία] … Dictionary of Greek