- ὀλιγο-φαγία
ὀλιγο-φαγία, ἡ, = ὀλιγοσιτία, Schol. Ar. Pax 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-φαγία, ἡ, = ὀλιγοσιτία, Schol. Ar. Pax 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοφαγία — η 1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή 2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + … Dictionary of Greek
καλοφαγία — η (Μ καλοφαγία) το να τρώει κάποιος καλά, άφθονα και εκλεκτά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φαγία (< φαγος < θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. ολιγο φαγία, πολυ φαγία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek