- ὀλιγο-τόκος
ὀλιγο-τόκος, wenig, selten gebärend, Arist. H. A. 6, 17 part. an. 4, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-τόκος, wenig, selten gebärend, Arist. H. A. 6, 17 part. an. 4, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμοτόκος — θεσμοτόκος, ον (Α) ο θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενο τόκος, ολιγο τόκος, παιδο τόκος)] … Dictionary of Greek
τελειοτόκος — ον, Α τελεσφόρος («τελειοτόκοι ἐνιαυτοί», επιγρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀλιγο τόκος] … Dictionary of Greek
τελειοτοκώ — έω, Α γεννώ τέλεια νεογνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀλιγο τοκώ] … Dictionary of Greek