- ὀλιγο-τροφία
ὀλιγο-τροφία, ἡ, wenig Nahrung, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-τροφία, ἡ, wenig Nahrung, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετριοτροφία — μετριοτροφία, ἡ (Μ) το μέτριο φαγητό, η εγκράτεια στην τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + τροφία (πρβλ. ολιγο τροφία), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μετριοτρόφος] … Dictionary of Greek