ἀλγεινός

ἀλγεινός

ἀλγεινός, 1) schmerzhaft, kränkend, Tragg., und Prosa, z. B. Plat. ϑάνατος ἀλγ. καὶ βίαιος Tim. 81 e; τὰ ἀλγεινά Thuc. 2, 89. – 2) leidend, σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. O. C. 1660; αἰὼν ἀλγ. καὶ ἀβίωτος Xen. Cyr. 3, 3, 24; βίος Plut. – Adv. ἀλγεινῶς, φέρειν Soph. Phil. 999. S. ἀλγίων. Der regelmäßige compar. ἀλγεινότερος Plat. Gorg. 477 d Conv. 218 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλγεινός — painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλγεινός — ή, ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, ή, όν) 1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός 2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός αρχ. αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικός τ. *ἀλγεσ νὸς (< θ. τής λ. ἄλγος*) με… …   Dictionary of Greek

  • αλγεινός — ή, ό αυτός που προκαλεί πόνο, θλίψη: Η συμπεριφορά του μου έκανε αλγεινή εντύπωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλγεινά — ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινότερον — ἀλγεινός painful adverbial comp ἀλγεινός painful masc acc comp sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινοτάτων — ἀλγεινός painful fem gen superl pl ἀλγεινός painful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινοτέραις — ἀλγεινός painful fem dat comp pl ἀλγεινοτέρᾱͅς , ἀλγεινός painful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινοτέρων — ἀλγεινός painful fem gen comp pl ἀλγεινός painful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινῶν — ἀλγεινός painful fem gen pl ἀλγεινός painful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινόν — ἀλγεινός painful masc acc sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινότατα — ἀλγεινός painful adverbial superl ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”