ἀλγινόεις

ἀλγινόεις

ἀλγινόεις, εσσα, εν, schmerzlich, ὀϊζύς Hes. Th. 214; πόνος 226, d. i. mühevoll; νόσος Anyt. 20 (VII, 282); sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλγινόεις — ἀλγινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αλγεινός, οδυνηρός 2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής 3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις*] …   Dictionary of Greek

  • ἀλγινόεις — painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεν — ἀλγινόεις painful masc voc sg ἀλγινόεις painful neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντα — ἀλγινόεις painful neut nom/voc/acc pl ἀλγινόεις painful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινοέσσῃ — ἀλγινόεις painful fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντας — ἀλγινόεις painful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντες — ἀλγινόεις painful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντι — ἀλγινόεις painful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντος — ἀλγινόεις painful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεσσα — ἀλγινόεις painful fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεσσαν — ἀλγινόεις painful fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”