ὀλιγό-θερμος

ὀλιγό-θερμος

ὀλιγό-θερμος, von wenig Wärme, Arist. part. an. 2, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύθερμος — ον, Α 1. πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερμός (< θέρμη), πρβλ. ολιγό θερμος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόθερμος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόθερμος, ον) αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία σε όλα του τα μέρη νεοελλ. ζωολ. (για τα ανώτερα ζώα) αυτός τού οποίου η μέση θερμοκρασία διατηρείται σταθερή ανεξάρτητα από τις μεταβολές τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”