- ὀλιγό-θριξ
ὀλιγό-θριξ, τριχος, mit wenigem Haare, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-θριξ, τριχος, mit wenigem Haare, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύτριχος — εὔτριχος, ον (Α) εὖθριξ*, με ωραίες τρίχες, καλότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριχος (< θριξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, ολιγό τριχος] … Dictionary of Greek