- ὀλιγό-χορδος
ὀλιγό-χορδος, mit wenig Saiten (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-χορδος, mit wenig Saiten (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόχορδος — η, ο (Α ἰσόχορδος, ον) αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ χορδος, ολιγό χορδος] … Dictionary of Greek