- ὀλιγό-χρονος
ὀλιγό-χρονος, = ὀλιγοχρόνιος, M. Ant. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-χρονος, = ὀλιγοχρόνιος, M. Ant. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοχρόνιος — μεσοχρόνιος, ον (Α) αυτός που έχει μέσο όρο διάρκειας τής ζωής, αυτός που είναι 40 ώς 50 ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος, ολιγο χρόνιος] … Dictionary of Greek