- ὀλιγό-πτερος
ὀλιγό-πτερος, mit wenigen Federn, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-πτερος, mit wenigen Federn, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόπτερος — κακόπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.) 2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό πτερος, ποικιλό … Dictionary of Greek