- ὀλιγ-ωφελής
ὀλιγ-ωφελής, ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγ-ωφελής, ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολιγωφελής — ὀλιγωφελής, ές (Α) αυτός που ωφελεί λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο) (βλ. λ. λιγο ) + ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek