ἀλγεσί-θῡμος

ἀλγεσί-θῡμος

ἀλγεσί-θῡμος, πόνος, herzkränkend, Orph. H. 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • αρχεσίμολπος — ἀρχεσίμολπος, ον (Α) (για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι (< αρχε *, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί μβροτος, αλγεσί θυμος, αλφεσί βοιος κ.ά.) + μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»] …   Dictionary of Greek

  • φοβεσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φοβίζει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι) (< φοβῶ) + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λιπεσ άνωρ. Η μορφή τού α συνθετικού κατά το αρχεσι (< αρχε * κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε σι , πρβλ. ἀλγεσί θυμος, ἀλφεσί… …   Dictionary of Greek

  • φοβεσιστράτη — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι) (< φοβῶ) + στρατός. Η μορφή τού α συνθετικού αναλογικά προς το αρχεσι (< αρχε * κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε σι , πρβλ. ἀλγεσί… …   Dictionary of Greek

  • αλγεσίθυμος — ἀλγεσίθυμος, ον (Α) αυτός που θλίβει την καρδιά μας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι (< (ἄλγος) + θυμὸς* για τη σημασία τού επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”