- ἀλγεσί-δωρος
ἀλγεσί-δωρος, Schmerz bringend, Opp. H. 2, 668.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλγεσί-δωρος, Schmerz bringend, Opp. H. 2, 668.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
αλγεσίδωρος — ἀλγεσίδωρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί άλγος, πόνο, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλγεσι (< ἄλγος) + δωρος (< δῶρον)] … Dictionary of Greek