ὀλιβράζω

ὀλιβράζω

ὀλιβράζω, fut. ὀλιβράξω, dor. = ὀλισϑαίνω, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀλιβράξαι — ὀλιβράζω aor inf act ὀλιβράξαῑ , ὀλιβράζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλίβραξαν — ὀλιβράζω aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

  • ολισθράζω — ὀλισθράζω (Α) ολισθαίνω, γλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστ. ενεστ. από το θ. ὀλισθ τού ὀλισθάνω (πρβλ. ολιβράζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”