- ὀλιβρός
ὀλιβρός, dor. = ὀλισϑηρός, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιβρός, dor. = ὀλισϑηρός, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολιβρός — ὀλιβρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lei / *slei «γλιστρώ» (πρβλ. ολί σθάνω), με παρέκταση *b, προθεματικό φωνήεν ὀ και επίθημα ρός (πρβλ. κυδ ρός, ψυχ ρός). Η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek
ὀλιβρόν — ὀλιβρός masc acc sg ὀλιβρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμβός — (I) λιμβός, όν και λίμβος, ον (AM) μσν. ορεκτικός, ελκυστικός αρχ. λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. κολο βός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός… … Dictionary of Greek
ολιβ(ρ)άζω — ὀλιβ(ρ)άζω (Α) [ολιβρός] (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθαίνω» … Dictionary of Greek
ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… … Dictionary of Greek
lei-3 — lei 3 English meaning: slimy; to glide Deutsche Übersetzung: ‘schleimig, durch Nässe glitschiger Boden, ausgleiten, worũber hinschleifen or streichen, also glättend worũber fahren; andrerseits schleimig = klebrig” Note: various… … Proto-Indo-European etymological dictionary
(s)leidh- — (s)leidh English meaning: slippery, to slide Deutsche Übersetzung: ‘schlũpfrig, gleiten” Note: extension from lei 3, slei above S. 662 f. Material: O.Ind. srédhati “gleitet ab, geht fehl, errs “; Gk. ὀλισθάνω, Aor. ὤλισθον… … Proto-Indo-European etymological dictionary