- ἀλκτήριον
ἀλκτήριον, τό, Hülfsmittel, λιμοῦ, gegen Hunger, bei Suid.; νούσων Nic. Th. 528; Al. 350; Qu. Sm. 6, 364 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλκτήριον, τό, Hülfsmittel, λιμοῦ, gegen Hunger, bei Suid.; νούσων Nic. Th. 528; Al. 350; Qu. Sm. 6, 364 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλκτήριον — ἀλκτήριον, το (Α) βλ. αλκτήριος … Dictionary of Greek
ἀλκτήριον — remedy neut nom/voc/acc sg ἀλκτήριος helping masc/fem acc sg ἀλκτήριος helping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκτήρια — ἀλκτήριον remedy neut nom/voc/acc pl ἀλκτήριος helping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκτήριος — ἀλκτήριος, ον (Α) [ἀλκτήρ] 1. βοηθητικός, ανακουφιστικός, θεραπευτικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ἀλκτήριον φάρμακο, αντίδοτο, αντιφάρμακο … Dictionary of Greek