ὀλετήριος, = ὀλέϑριος, nur Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολετήριος — ὀλετήριος, ία, ον (ΑΜ) [ολετήρ] ολέθριος, καταστρεπτικός … Dictionary of Greek