- ἀλιτό-μηνος
ἀλιτό-μηνος, = ήλιτόμηνος, Theol. arithm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλιτό-μηνος, = ήλιτόμηνος, Theol. arithm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιτόμηνος — ἀλιτόμηνος, ον (Α) 1. ο ἠλιτόμηνος* 2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρημ. ἀλιταίνω*) + μηνος < μήν] … Dictionary of Greek