- ἀλιτό-ξενος
ἀλιτό-ξενος, gegen einen Gastfreund frevelnd, Pind. Ol. 11, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλιτό-ξενος, gegen einen Gastfreund frevelnd, Pind. Ol. 11, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιτόξενος — ἀλιτόξενος, ον (Α) αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρήμ. ἀλιταίνω*) + ξένος] … Dictionary of Greek